- Ξυλοφάγων
- Ξυλοφάγοςeating woodmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοφάγων — ξυλοφάγος eating wood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
ξυλοφαγία — η βιολ. ο τρόπος διατροφής τών ξυλοφάγων εντόμων … Dictionary of Greek
πλευρόπτερος — ο, Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, κολεόπτερων, ξυλοφάγων εντόμων … Dictionary of Greek
σκολύτης — ο, Ν ζωολ. γένος ξυλοφάγων κολεόπτερων εντόμων, αντιπροσωπευτικό τής οικογένειας σκολυτίδες, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 2.000 είδη, πολλά από τα οποία προκαλούν μεγάλες καταστροφές στα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scolytus,… … Dictionary of Greek